Στη μαγειρική, βρίσκω ενδιαφέρον να καταπιάνομαι με τεχνικές που κάποτε ήταν κοινή οικοτεχνική γνώση, ενώ έχουν ξεχαστεί με τον καιρό και έχουν αφεθεί μόνο στους επαγγελματίες. Επίσης, βρίσκω ενδιαφέρον και σε παραδοσιακές συνταγές άλλων χωρών που όμως με κάποιο τρόπο, όπως και η μουσική εξάλλου, γεφυρώνονται με τις δικές μας γευστικές επιλογές, γιατί ως γνωστόν ούτε το φαγητό, ούτε η μουσική γνωρίζουν σύνορα. Συντήρηση τροφίμων με τη βοήθεια του αλατιού, του ξιδιού, του λαδιού ή της ζάχαρης, οικιακή κονσερβοποίηση, τεχνικές που είναι γνωστές σε όλους τους λαούς με παρόμοιους τρόπους και τις οποίες ανακαλύπτουμε ξανά και μας προσφέρουν εξαίσιες λιχουδιές, πολύ καλής ποιότητας. Για όλα αυτά, τι πιο ταιριαστό από ένα γυάλινο βαζάκι που διατηρεί με εξαιρετικό τρόπο ό,τι περιέχεται σ' αυτό και το κάνει να φαίνεται τόσο λαχταριστό!

Τετάρτη 22 Νοεμβρίου 2017

Σολωμός καρπάτσιο (gravlax) και πάστα σολωμού



Νεαρή φοιτήτρια - εργαζόμενη προσκλήθηκα κάποτε σε δείπνο, σε σπίτι νεόπλουτου εμπόρου, προκειμένου να κάνω το διερμηνέα στους ξένους που είχε φιλοξενούμενους για επαγγελματικούς λόγους. Ο έμπορος θέλοντας να δώσει τόνο μεγαλοαστικής πολυτέλειας στο τραπέζι του (ήταν και ο ίδιος μερακλής εδώ που τα λέμε στο φαί,  λόγω κωνσταντινουπολίτικης καταγωγής),  συμπεριέλαβε στα ορεκτικά, καπνιστό σολωμό και χαβιάρι. Εννοείται ότι λιχούδα εγώ πρώτης τάξεως, δεν θα άφηνα την ευκαιρία να πάει χαμένη, να δοκιμάσω αυτές τις θαλασσινές γεύσεις που είχα ακουστά μου, δεν είχα δοκιμάσει όμως ποτέ καθώς ήταν απρόσιτες στους πολλούς. Ο σολωμός τότε, καταρχάς δεν προσφερόταν νωπός, ενώ επεξεργασμένος (καπνιστός)  βρισκόταν μόνο σε ειδικά μαγαζιά στα οποία έμπαινε μόνο πελατεία με παχύ πορτοφόλι που ήταν διατεθειμένη να ξοδέψει, θέλοντας πρώτα απ' όλα να δηλώσει τη δυνατότητά της αυτή, πιο πολύ μερικές φορές και από την πραγματική της προτίμηση στην ίδια τη λιχουδιά. Εννοείται ότι ενθουσιάστηκα από τη δοκιμή. Τόσο μάλιστα, που στη συνέχεια το αγόρι μου σε ειδικές περιστάσεις και όταν ήθελε να με καλοπιάσει ή να μου δείξει ότι με σκέφτεται, δεν μου πρόσφερε πχ λουλούδια, αλλά μου έφερνε ένα μικρό βαζάκι με μπρικ, που το τρώγαμε παρέα, μπίλια - μπίλια, χωρίς ψωμί, χωρίς τίποτα.

Όσο για το σολωμό, αρκετά χρόνια μετά και με τον εκδημοκρατισμό που επέφερε η ιχθυοκαλλιέργεια, βρισκόταν νωπός ανάμεσα στα άλλα ψάρια στους πάγκους των ιχθυοπωλείων σε σχετικά προσιτή τιμή, μπαίνοντας έτσι και στα σπίτια και στην κουζίνα μας. Τότε ήταν, που κάποια περίοδο και έχοντας μείνει άνεργη και στενοχωρεμένη απ' αυτό, ενώ είχα και τα δύο παιδιά μου μικρά, με ρώτησε κατά το μεσημεράκι η τεσσάρων ετών τότε κόρη μου μετά το παιχνίδι: "Μαμά, πεινάω, τι φαγητό έχουμε;" Θυμάμαι την απάντηση και γελάω ακόμα, όπως γέλασα και τότε από μέσα μου. "Σολωμό, παιδάκι μου, έχουμε", της απάντησα χωρίς πολλά κέφια, λόγω ανεργίας και αφραγκίας. Όπως το είπα, μου φάνηκε πολύ αστείο. Όποιος και να το άκουγε, δεν θα το συνέδεε σε καμία περίπτωση με τη σκοτούρα ενός άνεργου, που δυσκολεύεται να τα φέρει βόλτα. Και όμως, το μεσημέρι στο τραπέζι θα σερβίρονταν .... σολωμός.

Στην πορεία και μετά από πολλές αναζητήσεις για συνταγές με σολωμό, ανακάλυψα το gravlax, δηλαδή στην ουσία τη συνταγή για την παρασκευή του "μυθοποιημένου" σολωμού των delicatessen, που όλοι ξέρουμε σαν καπνιστό, μία συνταγή καταπληκτική και πανεύκολη, που αποδεικνύει και αυτή ότι πολλές φορές κρύβονται κάτω από τη μύτη μας απλές τεχνικές και γνώσεις που μπορούμε να αξιοποιήσουμε για καλό και φθηνό φαγητό. Ο σολωμός με το όνομα-διαστημόπλοιο "gravlax" αίρει και αυτός την καταγωγή του από τη Β. Ευρώπη και είναι πασίγνωστη συνταγή ανά τον κόσμο. Έχει αρκετές παραλλαγές στην εκτέλεση, αλλά η βάση είναι η επεξεργασία του ψαριού έως και 3 ημέρες υπό την επίδραση αλατιού και ζάχαρης σε αναλογία 50 - 50. Δεν θα πω πολλά για τη συνταγή και την εκτέλεση, γιατί το διαδίκτυο είναι γεμάτο από συνταγές και δεν υπάρχει λόγος, να προσθέσω άλλη μία. Θα προσθέσω μόνο τη δική μου εμπειρία από την εκτέλεση της συνταγής, την οποία πολλές φορές έχω κάνει.

Πρώτα απ' όλα, μετά το πέρας των τριών ημερών (εγώ τόσο το κρατάω, αν και καταναλώνεται άνετα και από τις 36 ώρες) και αφού ξεπλύνουμε το ψάρι από το επίχρισμα της ζάχαρης και του αλατιού, η σάρκα ιδιαίτερα απ' έξω, φαίνεται αρκετά στεγνή και σα να έχει χάσει την υγρασία της, σε σχέση με αυτό που ξέρουμε από τον έτοιμο σολωμό που αγοράζουμε. Αφού φιλετάρουμε το ψάρι και το βάλουμε σε ένα δισκάκι, αυτό μετά λίγες ώρες επανέρχεται στη "δροσιά" και τη γυαλάδα που έχει λόγω των λιπαρών του ψαριού, μια χαρά. Επίσης, μετά από μερικές ώρες αφότου ολοκληρωθεί η επεξεργασία του ψαριού (ένα 24ωρο), γίνεται ακόμα πιο νόστιμο, αφού έχει ισορροπήσει τέλεια, η γλυκιά και αλμυρή γεύση μέσα στο ψάρι και το αποτέλεσμα είναι τέλειο. Στην εκτέλεση που παρουσιάζω εδώ, χρησιμοποίησα για πρώτη φορά ριζάτο αλάτι (rock salt) αντί του επιτραπέζιου και το αποτέλεσμα είναι σαφώς καλύτερο, αφού δεν ξηραίνεται από το λεπτό αλάτι που διεισδύει περισσότερο, η επιφανειακή σάρκα.

Τέλος και επειδή η λέξη gravlax ηχεί αρκετά ανοίκεια στα ελληνομαθή αυτιά μας, όπως επίσης ο χαρακτηρισμός "καπνιστός" δεν είναι επακριβής, χρησιμοποιώ με αρκετή δόση χαλαρότητας στο συνειρμό, τον προσδιορισμό καρπάτσιο  (τα ιταλικά μας σώζουν άλλη μία φορά), αφού το ψάρι και ωμό είναι και το κοκκινωπό χρώμα διαθέτει.

Το κομμάτι αυτό είναι περίπου 2 κιλά και το καθαρίζω προσεκτικά από τα κόκαλα, ψηλαφώντας το. Δεν είναι τόσο δύσκολο, όσο φαίνεται. Στη συνέχεια, όπως βλέπετε, το κομμάτι της κοιλιάς το αφαίρεσα και έμεινε μόνο το ψαχνό από το πάνω μέρος του ψαριού προς το κεφάλι,  που είναι παχύτερο από την ουρά. Το καλύτερο κομμάτι του ψαριού δηλαδή. Με αυτά φτιάχνουν οι σεφ, τα σασίμι και σούσι κλπ που κάποια στιγμή θέλω να καταπιαστώ για να μάθω τα βασικά.



Το μέρος της κοιλιάς θα το επεξεργαστούμε κι αυτό με τον ίδιο τρόπο, αλλά θα το χρησιμοποιήσουμε για να φτιάξουμε μία πάστα (αλοιφή) σολωμού με βάση ασπράδι αυγού, μουστάρδα, λεμόνι, λίγο νερό και ελαιόλαδο.


Το ένα από τα δύο κομμάτια, θα το φτιάξουμε σκέτο, χωρίς καθόλου αρωματικά πρόσθετα - βότανα, κυρίως άνιθο, πιπέρι κ.ά. Το δεύτερο, θα το φτιάξουμε με αρωματισμό από άνιθο και χοντροτριμένο πιπέρι, η οποία είναι κλασική εκτέλεση. Στο διαδίκτυο έχει πολλές ενδιαφέρουσες εναλλακτικές εκτελέσεις, με προσθήκη αλκοόλ, φρέσκου κρεμμυδιού ή άλλων μπαχαριών.

Τυλίγουμε μέσα σε μεμβράνη το ψάρι, έχοντας και από τις δύο πλευρές βάλει το μείγμα ζάχαρης - αλατιού (50-50 στην αναλογία) και έχοντας αφήσει τις δύο στενές πλευρές, ανοιχτές για να φεύγουν τα υγρά από το ψάρι.







 Με το βάρος αυτό από πάνω, για να βοηθήσει την εκχύμωση, βάζουμε το ψάρι στο ψυγείο για τρία 24ωρα. Κάθε μέρα αναποδογυρίζουμε τα κομμάτια και αδειάζουμε το δοχείο από τα υγρά που εκχυμώνονται από το ψάρι με τη βοήθεια του αλατιού και της ζάχαρης.




Έτοιμα, μετά από 3 ημέρες (long term curing κατά τη διεθνή ορολογία)...




Το αποτέλεσμα εξαιρετικό κατά κοινή ομολογία. Το χοντρό αλάτι που χρησιμοποίησα δεν σκλήρυνε την εξωτερική επιφάνεια του ψαριού και δεν αλμύρισε πολύ το εσωτερικό. Την επόμενη φορά δεν θα φοβηθώ να βάλω περισσότερο μείγμα επάνω στην επιφάνεια της σάρκας, το σηκώνει. Από το μαχαίρι μου δεν είμαι ευχαριστημένη, αλλά θα φροντίσω σύντομα για αυτό....

Για την πάστα (αλοιφή) δεν δίνω αναλογίες, καθώς πειραματίστηκα για να πετύχω την κατάλληλη υφή και γεύση. Θα επανέλθω και θα ενημερώσω το ποστ, με περισσότερες λεπτομέρειες. 
Προς το παρόν κρατήστε ότι το πείραμα εστέφθη από απόλυτη επιτυχία.



Σάββατο 11 Νοεμβρίου 2017

Ρέγγα με φασολάδα.....Μόνο...;




Ποτέ δεν υπήρξα οπαδός του σοβινισμού. Πόσο μάλλον στη μαγειρική! Το φαγητό (όπως και η μουσική άλλωστε, όπως τα έχουμε ξαναπεί) δεν γνωρίζει σύνορα και ενώνει τους ανθρώπους (όταν υπάρχει για όλους).  Ταξιδεύουν οι πρώτες ύλες και τα μυστικά από στόμα σε στόμα και κάθε υλικό δένεται στη συνέχεια με ό,τι προσφέρεται από πρώτες ύλες στο φυσικό περιβάλλον κάθε τόπου και αποκτά χαρακτήρα τοπικό, γίνεται η μνήμη του καθένα μας, η ξεχωριστή, το δικό μας φαγητό όπως το τρώγαμε στα σπίτια μας και τελικά γίνεται η δική μας γαστρονομική ιστορία, η δική μας παράδοση. Διάλεξα για την ανάρτηση αυτή, να ασχοληθώ με μία τέτοια πρώτη ύλη. Τη ρέγγα. Η οποία, όσο κι αν στη δική μας (ελληνική) συλλογική εμπειρία έχει καταγραφεί ως συνοδευτικό του πιο εθνικού από τα εθνικά μας φαγητά, τη φασολάδα, εν τούτοις, παραμένει τόσο διεθνής ή για την ακρίβεια τόσο "εξωτική", αφού δεν αλιεύεται στα δικά μας νερά, όσο δεν πάει.

Η ρέγγα λοιπόν, η παστωμένη και καπνισμένη, έχει θρέψει πολλούς αιώνες εκατομμύρια ευρωπαίων και όχι μόνο.  Και δικαιούνται οι βορειοευρωπαίοι, οι οποίοι τη λατρεύουν, να τη θεωρούν εθνικό τους φαγητό, αφού εκεί κατά κανόνα αλιεύεται και εν συνεχεία την επεξεργάζονται για να διοχετευθεί στις αγορές όλου κόσμου. Στη δική μας κουζίνα, τη ρέγγα αν δεν τη ψήσουμε σε φλόγα (με τη γνωστή στους παλιότερους εφημερίδα ), το πολύ - πολύ να την κάνουμε μία ρεγγοσαλάτα, την οποία καθόλου βέβαια δεν υποτιμάμε, αλλά σε αυτό το ποστ, θα ασχοληθούμε με μία βορειοευρωπαϊκή συνταγή, ιδιαίτερα αγαπητή στους Σκανδιναβούς, η οποία έχει αποκτήσει όμως πιο διεθνή χαρακτήρα, αφού είναι γνωστή και σερβίρεται σε όλη την Ευρώπη, μέχρι και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, σε fusion μενού μεγάλων εστιατορίων.               

Η συνταγή είναι γνωστή ως εσθονικής προέλευσης, αλλά όπως προείπα είναι πασίγνωστη σε όλη τη Βόρεια Ευρώπη. Σερβίρεται συχνά ως καναπεδάκι ή αλλιώς smorrebrod (ανοιχτό σάντουιτς) για τους Δανούς. Παρουσιάζει ενδιαφέρον γιατί είναι μία εκδοχή σερβιρίσματος που απαλύνει την έντονη μυρωδιά και αλατότητα που διακρίνει το έδεσμα, ενώ ταιριάζει μια χαρά και στις δικές μας γεύσεις (όπως αποδείχθηκε όταν τη δοκίμασε η παρέα).

Με αφορμή τη συνταγή αυτή, επιχείρησα να φτιάξω πρώτη φορά μόνη μου creme fraiche (συγχωρήστε με για την απουσία τόνων, αλλά δεν βοηθάνε οι γραμματοσειρές) ή για την ακρίβεια sour cream, παρασκευές οι οποίες επίσης είναι πολύ ενδιαφέρον να μελετήσουμε ως υλικά και τεχνική όσοι αγαπάμε τη μαγειρική. Για την κρέμα λοιπόν που απαιτεί η συνταγή, αναζητήστε αλλού περισσότερες λεπτομέρειες, έχει πολύ πιο κατατοπισμένους από εμένα κι εγώ απ’ αυτούς ενημερώθηκα. Εγώ περιορίζομαι να πω ότι και η creme fraiche και η sour creme, είναι κρέμες γάλακτος (η πρώτη με πλήρη λιπαρά, ενώ η δεύτερη με λιγότερα), οι οποίες δέχονται την προσθήκη ξινόγαλου (ή αριάνι ή κεφίρ ή butter milk εις την αγγλική) για να γίνει ζύμωση και να πήξουν. Ακολουθεί λοιπόν, η σκανδιναβική ρέγγα με sour cream, κρεμμυδάκι και άνιθο. Για τη ρέγγα, δεν αγόρασα έτοιμο φιλέτο από το super market, αλλά φιλετάρισα μόνη μου ρέγγες που έβαλα στη συνέχεια σε βάζο με σπορέλαιο, τις οποίες διατηρώ στο ψυγείο. Το κόστος του ψαριού κατ' αυτό τον τρόπο, μειώθηκε περίπου κατά 40%.


Το original πιάτο! Εσθονική ρέγγα με ξινή κρέμα, φρέσκο κρεμμύδι και άνιθο


Οι απαιτούμενες (όπως παντού) ζυμώσεις .... 
Τα προκαταρκτικά για τη sour cream





Λίγη δουλίτσα παραπάνω και τα φιλέτα της ρέγγας σε κατά πολύ οικονομικότερη τιμή από τα έτοιμα 
διατηρούνται στο ψυγείο μας, χρυσή εφεδρεία για fast track μεζέδες



Έτοιμα και τα πακετάκια για τους δοκιμαστές-γευσιγνώστες φίλους, με τη βοήθεια των οποίων αξιολογούνται οι προτάσεις του μπλογκ. 



Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2017

Δημαρχος Λειψων Διαμαρτυρια για τις βιντζοτρατες



Δήμαρχος Λειψών Μη μας παιρνετε τα ψαρια μας.

http://www.ert.gr/perifereiakoi-stathmoi/notio_aigaio/diamartyria-tou-dimou-lipson-gia-tis-vintzotrates/

Στην προηγούμενη ανάρτησή μου αναφέρθηκα στο θέμα. Πίσω από κάθε τι που καταπιανόμαστε όπως το μπλογκ μαγειρικής μου πχ, ένας παραγωγός στον πρωτογενή τομέα μοχθεί για την πρώτη ύλη.Πολύ σημαντικό θέμα λοιπόν οι μικροί ψαράδες που εκτοπίζονται από τους μεγαλοκαρχαρίες μπίζνεςμαν της θάλασσας.

Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2017

Λακέρδα Πολίτικη - Back to the basics!



Η 1η Οκτωβρίου που ξεκινά η αλιευτική περίοδος, στη Λέρο όπως και σε όλους τους ψαρότοπους, ήταν από πάντα, σαν μια μικρή γιορτή. Οι τράτες ξεκινούσαν το ψάρεμα και σε σχετικά μικρή απόσταση από τη στεριά τραβούσαν ολόγυρα στους μικρούς κολπίσκους τα δίχτυα τους. Το θέαμα ήταν ειδυλιακό, καθώς ο Οκτώβριος ειδικά στα νότια είναι ένα μικρό καλοκαιράκι. Θάλασσα λάδι, ο ήχος της μηχανής μονότονος και καθόλου ενοχλητικός μέσα στη γενική ησυχία και κάμποσα γλαροπούλια τριγύρω να εφορμούν στην εύκολη, πλούσια λεία. 

Αρκετές φορές, πιτσιρίκια, καιρού και γονέων επιτρεπόντων, βουτούσαμε στη θάλασσα και πηγαίναμε κοντά στην τράτα, για να μαζεύουμε μαρίδες και άλλα αφρόψαρα που ξέμεναν από τα δίχτυα και ήταν αυτό το μπάνιο με το οποίο αποχαιρετούσαμε τη σεζόν, μέχρι τον επόμενο χρόνο. 

Όλοι περίμεναν με ανυπομονησία να ξεκινήσουν οι τράτες και να απολαύσουν τα φρέσκα, πεντανόστιμα ψάρια, τη μαρίδα και το μαριδάκι, τα καλαμαράκια, τα τονόψαρα, τις παλαμίδες, τα ρίκια. Ακόμα τα ρουθούνια μου έχουν την ανάμνηση από τη μυρωδιά των φρεσκοψημένων ψαριών στα κάρβουνα, που σε όλες τις αυλές άναβαν τα γλυκά βράδια του Οκτώβρη για να κεραστούν όλοι ένα μεζέ.  Όπως θυμάμαι τον παππού μου και τον πατέρα μου να φτιάχνουν με τις μεγαλύτερες μαρίδες "τσαρούγκια", δηλαδή μαρίδες μαριναρισμένες στο ξίδι, με δεντρολίβανο και μαϊντανό και στεγνωμένες στον αέρα για κανένα εικοσιτετράωρο, τις οποίες στη συνέχεια ψήναμε σε φλόγα και συντηρούσαμε για πολύ καιρό στο ψυγείο. Άπαιχτος μεζές και θα φροντίσω να τον φτιάξω σύντομα.

Το παράκτιο ψάρεμα πλέον έχει απαγορευτεί, οι τράτες, στο όνομα της ευρωενωσιακής αλιευτικής πολιτκής και της ΚΑΠ, καταστρέφονται, οι μικροί ψαράδες δεν αντέχουν να μείνουν στο επάγγελμα και εγκαταλείπουν. Τη δουλειά έχουν αναλάβει μεγάλες ανεμότρατες - επιχειρήσεις, οι οποίες εξοπλισμένες με ανιχνευτική  τεχνολογία ψαρεύουν σε πιο βαθιά νερά και με τα εργαλεία και το σάκο  αποψιλώνουν το βυθό από κάθε ζωή. 

Παρόλα αυτά, ο Οκτώβρης είναι πάντα ο μήνας που ξεκινά το ψάρεμα και οι ενημερωμένοι και μυημένοι τον περιμένουν πώς και πώς. Στις 2 Οκτωβρίου λοιπόν, ήμουν ήδη στη Βαρβάκειο και ήξερα ότι τα παλαμιδοειδή θα έχουν την τιμητική τους. Με το που μπήκα στην αγορά, βρέθηκα πρόσωπο με πρόσωπο με καλοθρεμμένα δίκιλα ρίκια που ήταν ολόφρεσκα και φώναζαν από μακριά ότι ιδανικά προορίζονταν για λακέρδα. Μια και δυο και αφού είχα κάνει την εξαντλητική έρευνά μου για τα κόλπα, μια και σας πληροφορώ στα καθ' ημάς (αντίθετα από την Τουρκία που είναι πασίγνωστος μεζές) δεν είναι καθόλου γνωστή η τεχνική και η συνταγή ή για την ακρίβεια περιορίζεται μόνο στην εκδοχή της επεξεργασίας για άμεση κατανάλωση, τα ρίκια βρέθηκαν στην κουζίνα μου για να ξεκινήσω την εφαρμογή όσων είχα νωρίτερα προσεκτικά εξακριβώσει.

Ιδού το αποτέλεσμα, με σύντομες επεξηγήσεις και όποιος έχει απορίες εδώ είμαστε.


1. Ξεκινάμε με σχολαστικό πλύσιμο των κομματιών, τα οποία όπως βλέπετε πρέπει να έχουν αρκετό πάχος. Το ψάρι πρέπει να είναι ολόφρεσκο.












Κατά τον καθαρισμό αυτό, πρέπει με ένα συρμάτινο θύσανο να αφαιρέσουμε το νωτιαίο μυελό από το κέντρο του ψαριού, για να μην έχει η λακέρδα βαριά μυρωδιά.

Στο τέλος της πρώτης φάσης, τα κομμάτια μας πρέπει να λάμπουν για να ακολουθήσει η διαδικασία του ξεματώματος.





2. Ξεμάτωμα


Για δυο-τρεις ημέρες πρέπει να έχουμε το ψάρι μέσα σε παγωμένο νερό, το οποίο αλλάζουμε συχνά, για να φύγει το αίμα. 





Έτοιμο!
3. Στο αλάτι τώρα για δέκα ημέρες... Το υγρό που κατεβάζει το ψάρι το πετάμε και ανανεώνουμε το αλάτι, για να ακουμπάει το ψάρι.




4. Και συνεχίζουμε στην άλμη άλλες δέκα ημέρες... (2 κουταλιές της σούπας αλάτι χοντρό / 1,5 λίτρο)



... Έτοιμο κι αυτό.




5. Τώρα ήλθε η ώρα να αφαιρέσουμε πλέον το δέρμα, τα κόκκαλα και να φιλετάρουμε. Προσοχή στο μαχαίρι για να μην τραυματίσουμε τη φίνα σάρκα. Επίσης, ψηλαφίζουμε με προσοχή για να αφαιρέσουμε κάθε κόκκαλο.







6.  Έτοιμο πια. Πανέμορφο στην όψη, πεντανόστιμο και καθόλου αλμυρό, σας πληροφορώ!


Να και το Deli Jar!



Η δάφνη ταιριάζει υπέροχα. Το ψάρι αποκτά μία πολύ διακριτική γεύση απ' αυτή.
Είναι το σήμα κατατεθέν της πολίτικης λακέρδας.


Τα καρύδια βρέθηκαν δίπλα από σύμπτωση και αμέλεια του φωτογράφου...




Και τέλος, επειδή κάθε ίχνος από αυτό το θεσπέσιο μεζέ είναι πολύτιμο και πεντανόστιμο, για τα κομμάτια από την ουρά και την κοιλιά που κρατήθηκαν χώρια από τα φιλέτα, ακολουθεί μία αθηναϊκή (σπιτική εννοείται) μαγιονέζα, με κάπαρη, κρεμμυδάκι φρέσκο και άνιθο για τέλεια σάντουιτς ή συνοδευτικό ούζου και τσίπουρου επίσης.



Αυτά για αρχή...